1 βρωμάομαι
2 βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωμάτιον
βρωματισμός
βρωμᾰτομιξᾰπάτη
βρωματώδης
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμηστής
βρωμήτης
βρωμήτωρ
βρωμολόγος
1 βρῶμος
2 βρῶμος
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέον
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
βῦ
Βύαιοι
Βυαιπαρηνός
βύας
Βύβαι
Βυβαῖος
Βυβάσσιος
Βυβασσός
βυβλ-
βυβλάριον
*βύβλασσα
βυβλει-
Βύβλη
βυβλία
βυβλιακός
Βυβλιάς
βυβλιαφόρος
βυβλίδιον
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
Βύβλινος
βυβλιοθήκη
βυβλιοκαταγωγεύς
βυβλίον
βυβλιοπώλης
Βύβλιος
βυβλιοφόρος
βυβλιοφυλακία
βυβλιοφυλακικός
βυβλιοφυλάκιον
βυβλιοφύλαξ
βυβλίς
Βυβλίς
Βυβλίτης
βύβλος
Βύβλος
βύβος
†βυγή·
βυδοί
Βυζακηνός
Βυζακίνα
Βυζακίς
*Βύζακος